- επιφαινόμενον
- το филос., мед. эпифеномен
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπιφαινόμενον — ἐπιφαίνω show forth pres part mp masc acc sg ἐπιφαίνω show forth pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)